αξιολόγηση
[aksioˈlojisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Bewertungθηλυκό | Femininum, weiblich fαξιολόγησηAuswertungθηλυκό | Femininum, weiblich fαξιολόγησηαξιολόγηση
- Leistungskontrolleθηλυκό | Femininum, weiblich fαξιολόγηση σε σχολείοαξιολόγηση σε σχολείο