ανώτατος
[aˈnotatos], ανώτατη, ανώτατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- oberste(r, s)ανώτατοςανώτατος
- höchste(r, s), Höchst-ανώτατοςανώτατος
- maximalανώτατοςανώτατος
Beispiele
- ανώτατη διοικητήςθηλυκό | Femininum, weiblich f στρατιωτικός όρος | Militär, militärischστρατOberbefehlshaberinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανώτατη ποινήθηλυκό | Femininum, weiblich fHöchststrafeθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ανώτατη ταχύτηταθηλυκό | Femininum, weiblich fSpitzengeschwindigkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen