αντιπαραγωγικός
[andiparaɣojiˈkos], αντιπαραγωγική, αντιπαραγωγικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- kontraproduktivαντιπαραγωγικόςαντιπαραγωγικός
Vielen Dank für Ihr Feedback!