αντικείμενο
[andiˈkjimeno]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντικείμενοαντικείμενο
- Objektουδέτερο | Neutrum, sächlich nαντικείμενο γραμματική | Grammatikγραμμαντικείμενο γραμματική | Grammatikγραμμ
Beispiele
- αντικείμενο ανταλλαγήςTauschobjektουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αντικείμενο απόδειξης νομικός όρος | RechtswesenνομBeweisgegenstandαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- αντικείμενο διαμάχης πολιτική | PolitikπολιτKonfliktherdαρσενικό | Maskulinum, männlich m
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen