αντεπίθεση
[andeˈpiθesi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gegenangriffαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντεπίθεσηGegenoffensiveθηλυκό | Femininum, weiblich fαντεπίθεσηαντεπίθεση
- Gegenzugαρσενικό | Maskulinum, männlich mαντεπίθεση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαντεπίθεση μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ