„ανταρκτικός“ ανταρκτικός [andarktiˈkos], ανταρκτική, ανταρκτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) antarktisch antarktisch ανταρκτικός ανταρκτικός