αντίπαλος
[anˈdipalos]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αντίπαλη, αντίπαλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
Beispiele
- αντίπαλη υποψήφιοςθηλυκό | Femininum, weiblich fGegenkandidatinθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντίπαλος υποψήφιοςαρσενικό | Maskulinum, männlich mGegenkandidatαρσενικό | Maskulinum, männlich m
αντίπαλος
[anˈdipalos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Gegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fαντίπαλοςαντίπαλος
Beispiele
- αντίπαλος προπόνησης πυγμάχουSparringpartnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντίπαλος τελικού αθλητισμός | SportαθλFinalgegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f
- αντίπαλος της πυρηνικής ενέργειαςAtomgegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich fAtomkraftgegnerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f