„ανοσιούργημα“: ουδέτερο ανοσιούργημα [anosiˈurjima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Sakrileg Sakrilegουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανοσιούργημα ανοσιούργημα