ανομοιόμορφος
[anomiˈomorfos], ανομοιόμορφη, ανομοιόμορφοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- uneinheitlich, ungleichförmigανομοιόμορφοςανομοιόμορφος
Vielen Dank für Ihr Feedback!