ανοίγω
[aˈniɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ανοίγω
- anbrechenανοίγω μπουκάλιανοίγω μπουκάλι
- aufdrehenανοίγω βρύσηανοίγω βρύση
- anmachenανοίγω φωςανοίγω φως
- anstellenανοίγω ραδιόφωνοανοίγω ραδιόφωνο
- einschaltenανοίγω τηλεόρασηανοίγω τηλεόραση
- anregenανοίγω όρεξηανοίγω όρεξη
- bohrenανοίγω πηγάδιανοίγω πηγάδι
- aufschlagenανοίγω βιβλίοανοίγω βιβλίο
- aufspannenανοίγω ομπρέλαανοίγω ομπρέλα
- ausbreitenανοίγω κουβέρταανοίγω κουβέρτα
- ausrollenανοίγω φύλλοανοίγω φύλλο
- auffaltenανοίγω χάρτηανοίγω χάρτη
- ανοίγω δρόμο
- eröffnenανοίγω νέο κατάστημα, λογαριασμόανοίγω νέο κατάστημα, λογαριασμό
- einlaufenανοίγω παπούτσιαανοίγω παπούτσια
- anzapfenανοίγω βαρέλιανοίγω βαρέλι
ανοίγω
[aˈniɣo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)