ανεξίτηλος
[aneˈksitilos], ανεξίτηλη, ανεξίτηλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- farbbeständig, farbecht.ανεξίτηλοςανεξίτηλος
- unauslöschlichανεξίτηλος εντύπωσηανεξίτηλος εντύπωση
Beispiele
- ανεξίτηλο μελάνιουδέτερο | Neutrum, sächlich nTintenstiftαρσενικό | Maskulinum, männlich m