„ανατομικός“ ανατομικός [anatomiˈkos], ανατομική, ανατομικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anatomisch anatomisch ανατομικός ανατομικός