ανατολικοευρωπαϊκός
[anatolikoevropaiˈkos], ανατολικοευρωπαϊκή, ανατολικοευρωπαϊκόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- osteuropäischανατολικοευρωπαϊκόςανατολικοευρωπαϊκός