„αναστυλώνω“: μεταβατικό ρήμα αναστυλώνω [anastiˈlono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) restaurieren restaurieren αναστυλώνω μνημείο αναστυλώνω μνημείο