αναστατώνω
[anastaˈtono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- aufregenαναστατώνω νευριάζωαναστατώνω νευριάζω
- aufwühlenαναστατώνω ταράζωαναστατώνω ταράζω
- erregenαναστατώνω ερεθίζωαναστατώνω ερεθίζω
- durcheinanderbringenαναστατώνω ανακατεύωαναστατώνω ανακατεύω
- verwirrenαναστατώνω συγχίζωαναστατώνω συγχίζω