αναρρώνω
[anaˈrono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/iÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- genesenαναρρώνω από αρρώστιααναρρώνω από αρρώστια
- sich erholenαναρρώνω ανακτώ τις δυνάμεις μουαναρρώνω ανακτώ τις δυνάμεις μου
Beispiele
- αναρρώνω πλήρωςsich auskurieren