αναρμόδιος
[anarˈmoðios]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, αναρμόδια, αναρμόδιοÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unzuständigαναρμόδιος μη αρμόδιοςαναρμόδιος μη αρμόδιος
- unbefugtαναρμόδιος μη εξουσιοδοτημένοςαναρμόδιος μη εξουσιοδοτημένος
- inkompetentαναρμόδιος ακατάλληλοςαναρμόδιος ακατάλληλος
αναρμόδιος
[anarˈmoðios]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)