„αναπνοή“: θηλυκό αναπνοή [anapnoˈi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Atem, Atmen, Atmung Atemαρσενικό | Maskulinum, männlich m αναπνοή αναπνοή Atmenουδέτερο | Neutrum, sächlich n αναπνοή δραστηριότητα Atmungθηλυκό | Femininum, weiblich f αναπνοή δραστηριότητα αναπνοή δραστηριότητα Beispiele κρατώ την αναπνοή μου den Atem anhalten κρατώ την αναπνοή μου