αναπαραγωγή
[anaparaɣoˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Reproduktionθηλυκό | Femininum, weiblich fαναπαραγωγήαναπαραγωγή
- Fortpflanzungθηλυκό | Femininum, weiblich fαναπαραγωγή βιολογία | Biologieβιολαναπαραγωγή βιολογία | Biologieβιολ
- Wiedergabeθηλυκό | Femininum, weiblich fαναπαραγωγή σε στέρεο, κτλαναπαραγωγή σε στέρεο, κτλ