„αναντίρρητος“: επίρρημα αναντίρρητος [ananˈdiritos]επίρρημα | Adverb adv Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) unweigerlich unweigerlich αναντίρρητος αναντίρρητος