αναμμένος
[anaˈmenos], αναμμένη, αναμμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- anαναμμένος φώςαναμμένος φώς
- eingeschaltetαναμμένος μηχανήαναμμένος μηχανή
- glühendαναμμένος λάμπααναμμένος λάμπα
- aufgeheiztαναμμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφαναμμένος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ