αναλυτικός
[analitiˈkos], αναλυτική, αναλυτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- analytischαναλυτικόςαναλυτικός
Beispiele
- αναλυτικός λογαριασμόςαρσενικό | Maskulinum, männlich m κλήσεων τηλεφωνία, τηλεπικοινωνία | Telefon, TelekommunikationτηλεφEinzelverbindungsnachweisαρσενικό | Maskulinum, männlich m