αναλαμβάνω
[analamˈvano]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- übernehmenαναλαμβάνω δουλειά, ευθύνηαναλαμβάνω δουλειά, ευθύνη
- antretenαναλαμβάνω υπηρεσία, αξίωμααναλαμβάνω υπηρεσία, αξίωμα
- bestreitenαναλαμβάνω έξοδααναλαμβάνω έξοδα
- αναλαμβάνω ανακτώ τις δυνάμεις μου