„ανακτώ“: μεταβατικό ρήμα ανακτώ [anakˈto]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-άς> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) wiedererlangen wiedererlangen ανακτώ ανακτώ Beispiele ανακτώ μηνύματα αυτόματου τηλεφωνητή die Mailbox abfragen ανακτώ μηνύματα αυτόματου τηλεφωνητή