ανακούφιση
[anaˈkufisi]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Erleichterungθηλυκό | Femininum, weiblich fανακούφιση ανθρώπουανακούφιση ανθρώπου
- Linderungθηλυκό | Femininum, weiblich fανακούφιση πόνου, λύπηςανακούφιση πόνου, λύπης
Beispiele
- ανακούφιση του περιβάλλοντοςUmweltentlastungθηλυκό | Femininum, weiblich f