ανακουφίζω
[anakuˈfizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/tÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- erleichtern, lindernανακουφίζω πόνοανακουφίζω πόνο
- entlastenανακουφίζω συνείδησηανακουφίζω συνείδηση