„ανακοινώνω“: μεταβατικό ρήμα ανακοινώνω [anakjiˈnono]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) bekannt machen, mitteilen, berichten, melden, ansagen verkünden bekannt machen, mitteilen (σεδοτική | Dativ dat) ανακοινώνω γνωστοποιώ ανακοινώνω γνωστοποιώ berichten, melden ανακοινώνω αναφέρω ανακοινώνω αναφέρω ansagen ανακοινώνω με μεγάφωνο ανακοινώνω με μεγάφωνο verkünden ανακοινώνω δικαστική απόφαση ανακοινώνω δικαστική απόφαση