ανακατασκευασμένος
[anakataskjevazˈmenos], ανακατασκευασμένη, ανακατασκευασμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- nachgestelltανακατασκευασμένοςανακατασκευασμένος