„αναισθητοποιώ“: μεταβατικό ρήμα αναισθητοποιώ [anesθitopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) betäuben betäuben αναισθητοποιώ ιατρική | Medizinιατρ αναισθητοποιώ ιατρική | Medizinιατρ