„αναερόβιος“ αναερόβιος [anaeˈrovios], αναερόβια, αναερόβιοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) anaerob anaerob αναερόβιος αναερόβιος