αναίσθητος
[aˈnesθitos], αναίσθητη, αναίσθητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- bewusstlosαναίσθητος που έχει χάσει τις αισθήσεις τουαναίσθητος που έχει χάσει τις αισθήσεις του
- gefühllosαναίσθητος χωρίς συναισθήματααναίσθητος χωρίς συναισθήματα