„αναίμακτος“ αναίμακτος [aˈnemaktos], αναίμακτη, αναίμακτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) blutleer blutleer αναίμακτος αναίμακτος