ανέρχομαι
[aˈnerxome]αποθετικό ρήμα | Deponens depÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- (empor)steigenανέρχομαιανέρχομαι
- aufsteigenανέρχομαι επαγγελματικάανέρχομαι επαγγελματικά
- betragen (σεαιτιατική | Akkusativ akk)ανέρχομαι ποσόανέρχομαι ποσό