„ανέκφραστος“ ανέκφραστος [aˈnekfrastos], ανέκφραστη, ανέκφραστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) ausdruckslos ausdruckslos ανέκφραστος ανέκφραστος Beispiele ανέκφραστο πρόσωποουδέτερο | Neutrum, sächlich n Pokerfaceουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανέκφραστο πρόσωποουδέτερο | Neutrum, sächlich n