ανάστημα
[aˈnastima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Körpergrößeθηλυκό | Femininum, weiblich fανάστημα ύψος του σώματοςανάστημα ύψος του σώματος
- Formatουδέτερο | Neutrum, sächlich nανάστημα αξία, επίπεδο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανάστημα αξία, επίπεδο μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ