„ανάστερος“ ανάστερος [aˈnasteros], ανάστερη, ανάστεροεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) sternenlos sternenlos ανάστερος ανάστερος