„ανάληψη“: θηλυκό ανάληψη [aˈnalipsi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Übernahme, Antritt, Abheben Übernahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάληψη ανάληψη Antrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανάληψη υπηρεσίας ανάληψη υπηρεσίας Abhebenουδέτερο | Neutrum, sächlich n ανάληψη χρημάτων ανάληψη χρημάτων Beispiele Ανάληψη (του Σωτήρος) (Christi) Himmelfahrtθηλυκό | Femininum, weiblich f Ανάληψη (του Σωτήρος) ανάληψη καθηκόντων Amtsantrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανάληψη καθηκόντων ανάληψη της εξουσίας Machtübernahmeθηλυκό | Femininum, weiblich f ανάληψη της εξουσίας ανάληψη της κυβέρνησης Regierungsantrittαρσενικό | Maskulinum, männlich m ανάληψη της κυβέρνησης Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen