ανάλατος
[aˈnalatos], ανάλατη, ανάλατοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ungesalzenανάλατοςανάλατος
- fad(e)ανάλατος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφανάλατος μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ