„αμυγδαλές“: πληθυντικός θηλυκού αμυγδαλές [amiɣðaˈles]πληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) Mandeln Mandelnπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl αμυγδαλές ανατομία | Anatomieανατ αμυγδαλές ανατομία | Anatomieανατ