αμετάβλητος
[ameˈtavlitos], αμετάβλητη, αμετάβλητοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- unveränderlichαμετάβλητος που δε μεταβάλλεταιαμετάβλητος που δε μεταβάλλεται
- unverändertαμετάβλητος που δε μεταβλήθηκεαμετάβλητος που δε μεταβλήθηκε