αμελώ
[ameˈlo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- vernachlässigenαμελώ αδιαφορώαμελώ αδιαφορώ
- versäumenαμελώ παραμελώ, ξεχνώαμελώ παραμελώ, ξεχνώ