αμείβω
[aˈmivo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ψα; -φτηκα>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- entlohnen, honorierenαμείβω δίνω χρηματική αμοιβήαμείβω δίνω χρηματική αμοιβή
- belohnen, honorierenαμείβω δίνω αμοιβήαμείβω δίνω αμοιβή