αλυσίδα
[aliˈsiða]θηλυκό | Femininum, weiblich fμεταφορικά | in übertragenem SinnμτφÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Ketteθηλυκό | Femininum, weiblich fαλυσίδα χημεία | Chemieχημ αυτοκίνητο | Autoαυτοκαλυσίδα χημεία | Chemieχημ αυτοκίνητο | Autoαυτοκ
Beispiele
- αντιολισθητικές αλυσίδεςSchneekettenπληθυντικός θηλυκού | Femininum Plural fpl
- αλυσίδα καρπούKettenarmbandουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- αλυσίδα καταστημάτωνHandelsketteθηλυκό | Femininum, weiblich f
Beispiele ausblendenBeispiele anzeigen