αλλάζω
[aˈlazo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ändernαλλάζω τροποποιώαλλάζω τροποποιώ
- abändernαλλάζω λίγοαλλάζω λίγο
- tauschen, austauschenαλλάζω ανταλλάσσωαλλάζω ανταλλάσσω
- umtauschenαλλάζω επιστρέφω στο κατάστημααλλάζω επιστρέφω στο κατάστημα
- auswechselnαλλάζω λάμπααλλάζω λάμπα
- umbuchenαλλάζω ταξίδι για άλλη ημερομηνίααλλάζω ταξίδι για άλλη ημερομηνία
- verstellenαλλάζω φωνή, γραφικό χαρακτήρααλλάζω φωνή, γραφικό χαρακτήρα
- wechselnαλλάζω θέμα, λάστιχοαλλάζω θέμα, λάστιχο
- umstellenαλλάζω ώρααλλάζω ώρα
- wechselnαλλάζω χρήματα, ρούχααλλάζω χρήματα, ρούχα
αλλάζω
[aˈlazo]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ξα; -χτηκα; -γμένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- sich (ver)ändernαλλάζω μεταβάλλομαιαλλάζω μεταβάλλομαι
- sich wandelnαλλάζω μόδα, γούστοαλλάζω μόδα, γούστο
- sich umziehenαλλάζω αλλάζω ρούχααλλάζω αλλάζω ρούχα
- sich abwechselnαλλάζω εναλλάσσομαιαλλάζω εναλλάσσομαι