ακτινοβολία
[aktinovoˈlia]θηλυκό | Femininum, weiblich fÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- Strahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fακτινοβολία φυσακτινοβολία φυσ
- Bestrahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fακτινοβολία ιατρική | Medizinιατρακτινοβολία ιατρική | Medizinιατρ
- Ausstrahlungθηλυκό | Femininum, weiblich fακτινοβολία ανθρώπουακτινοβολία ανθρώπου
Beispiele
- ακτινοβολία βήταBetastrahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f
- ακτινοβολία γάμμαGammastrahlungθηλυκό | Femininum, weiblich f