ακατάλληλος
[akaˈtalilos], ακατάλληλη, ακατάλληλοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ungeeignet (για für)ακατάλληλοςακατάλληλος
- untauglichακατάλληλος άχρηστοςακατάλληλος άχρηστος
- ακατάλληλος χρόνος, ώρα
Beispiele
- ακατάλληλη στάσηθηλυκό | Femininum, weiblich f σώματος ιατρική | MedizinιατρHaltungsfehlerαρσενικό | Maskulinum, männlich m
- ακατάλληλος για οδική κίνηση