„αισθητοποιώ“: μεταβατικό ρήμα αισθητοποιώ [esθitopiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) veranschaulichen veranschaulichen αισθητοποιώ αισθητοποιώ