„αθροίζω“: μεταβατικό ρήμα αθροίζω [aˈθrizo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-σα; -στηκα; -σμένος> Übersicht aller Übersetzungen (Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen) addieren, summieren addieren, summieren αθροίζω μαθηματικά | Mathematikμαθ αθροίζω μαθηματικά | Mathematikμαθ