αδικώ
[aðiˈko]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-είς; -ησα; -ήθηκα; -ημένος>Übersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- αδικώ κρίνω άδικα
- αδικώ μεταχειρίζομαι άδικα
- benachteiligenαδικώ κάνω διακρίσειςαδικώ κάνω διακρίσεις