αδιάβαστος
[aˈðjavastos], αδιάβαστη, αδιάβαστοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjÜbersicht aller Übersetzungen
(Für mehr Details die Übersetzung anklicken/antippen)
- ungelesenαδιάβαστοςαδιάβαστος
- unvorbereitetαδιάβαστος μαθητήςαδιάβαστος μαθητής